Πάρι νησιά — (Parry Islands). Ομάδα νησιών στο καναδικό αρχιπέλαγος του Αρκτικού ωκεανού, μεταξύ των στενών Μπάροου, του διαύλου Βισκάουντ Μέλβιλ και των στενών Μακ Κλιουρ στα Ν και της Θάλασσας Πρινς Γκούσταβ Άντολφ, των στενών Μακλήν, των στενών Πένι, του… … Dictionary of Greek
Πάρι, Ουίλιαμ ΄Εντουαρντ — (Parry, Sir William Edward, Μπαθ 1790 – Γκρίνουιτς 1855). Άγγλος εξερευνητής. Το 1818 διοικούσε ένα από τα δύο πλοία που, υπό τις διαταγές του Τζον Ρος, απέπλευσαν αναζητώντας τη Βορειοδυτική Δίοδο, δηλαδή την πιθανή υδάτινη οδό που, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Πάρι — Πάρις masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρί, Γκαστόν — (Paris Gaston, 1839 – 1903). Γάλλος φιλόλογος, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία επιστημονικής διδασκαλίας της φιλολογίας. Τα περισσότερα έργα του αφορούν τη μεσαιωνική λογοτεχνία. Τα κυριότερα από αυτά τιτλοφορούνται Τραγούδια του 15oυ … Dictionary of Greek
Παρί, Πέτρος — (Paris, 1859 – 1931). Γάλλος αρχαιολόγος. Διετέλεσε μέλος της Γαλλικής Σχολής της Αθήνας και έγραψε διάφορα αρχαιολογικά άρθρα και βιβλία. Τα κυριότερα από αυτά τιτλοφορούνται Λεξικό των ελληνικών αρχαιοτήτων (1909) και Αρχαιολογικοί περίπατοι… … Dictionary of Greek
παριδρυμένα — παρῑδρῡμένα , παριδρύω set up beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρῑδρῡμένᾱ , παριδρύω set up beside perf part mp fem nom/voc/acc dual παρῑδρῡμένᾱ , παριδρύω set up beside perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριδρυμέναι — παρῑδρῡμέναι , παριδρύω set up beside perf part mp fem nom/voc pl παρῑδρῡμένᾱͅ , παριδρύω set up beside perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριδρυμένων — παρῑδρῡμένων , παριδρύω set up beside perf part mp fem gen pl παρῑδρῡμένων , παριδρύω set up beside perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριεῖτο — παρῑεῖτο , παρά ἱέω Ja c io imperf ind mp 3rd sg (attic epic) παρά ἱέω Ja c io pres opt mp 3rd sg (epic ionic) παρά ἱέω Ja c io imperf ind mp 3rd sg (attic epic) παρῑεῖτο , παρά ἰάομαι j imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) παρά ἰάομαι j… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππευκότα — παρῑππευκότα , παριππεύω ride along perf part act neut nom/voc/acc pl παρῑππευκότα , παριππεύω ride along perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)